Στις 17 Απριλίου του 1967 οι θρυλικοί Rolling Stones έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στη χώρα μας. Μια συναυλία ιστορική, τόσο για την φρενίτιδα που προκάλεσε ο ερχομός των τιτάνων του Rock n’Roll, όσο και για τα αμφιλεγόμενα επεισόδια που διαδραματίστηκαν.
Τον πρώτο καιρό το γεγονός δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινή γνώμη και τα ρεπορτάζ σχετικά με το ιστορικό συμβάν ξεκίνησαν ουσιαστικά μετά την δεκαετία του ’90. Διάφορα πρόσωπα που ήταν παρόντα στη συναυλία ρωτήθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα και οι μαρτυρίες τους αποδείχθηκαν κάπως αντιφατικές, με τον καθένα να θυμάται τα πράγματα από μια δική του υποκειμενική πλευρά.
Χρειάστηκε να διαβάσω σχεδόν κάθε διαθέσιμη πηγή για να βγάλω ένα συμπέρασμα για την σφαιρική εικόνα των γεγονότων, όμως ο καθένας μπορεί να πάρει τις δικές του απαντήσεις παρατηρώντας τα διαθέσιμα δεδομένα, που θα αναφέρουμε παρακάτω.
Το σίγουρο είναι ότι υπήρξε κάποιου είδους παρεξήγηση, με φόντο την ταραγμένη πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής, δημιουργήθηκε αναστάτωση και η συναυλία διακόπηκε. Αυτή ήταν και η πρώτη μεγάλη συναυλία ξένου συγκροτήματος στην Ελλάδα και, παρά την κακοτυχία της, ευτυχώς όχι η τελευταία.
___________________________________
Σε μια εποχή που η ροκ μουσική βρισκόταν στο απόγειο της επιτυχίας της, οι Rolling Stones εγκαινίασαν τον θεσμό των ροκ συναυλιών και στη χώρα μας στα πλαίσια της ευρωπαϊκής τους περιοδείας μετά την κυκλοφορία του πετυχημένου πέμπτου άλμπουμ τους “Between the Buttons”.
Η συναυλία προγραμματίστηκε για την 17η Απριλίου του 1967 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού με υπεύθυνο τον Νίκο Μαστοράκη και “υπό την αιγίδα του δημάρχου Αθηναίων κ. Γεωργίου Πλυτά και οι εισπράξεις του θα διατεθούν για φιλανθρωπικό σκοπό”. Τα εισιτήρια κόστιζαν από 60 ως 120 δραχμές, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για την εποχή, που όμως δεν στάθηκε εμπόδιο στα τουλάχιστον 10.000 άτομα που παρευρέθηκαν στη συναυλία.
Η εξέδρα ήταν στημένη στο κέντρο του γηπέδου, ενώ σε όλη την έκτασή του ανάμεσα και στους θεατές υπήρχε ισχυρή παρουσία αστυνομικών δυνάμεων. Στην αρχή του live έπαιξαν ελληνικά συγκροτήματα και καλλιτέχνες, όπως οι M.G.C., Guidone, Τάσος Παπασταμάτης και Δάκης.
Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι η Ελλάδα εκείνη την περίοδο (1965-1967), όπως τα περισσότερα μεταπολεμικά χρόνια, βίωνε μια έντονη πολιτική αναταραχή.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β’ είχε δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, συνεργάτη του Παπανδρέου, ο οποίος όμως κατόπιν έντονων αντιδράσεων δεν κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης και είχαν προγραμματιστεί εκλογές στις 28 Μαΐου με στόχο να επανεκλεχθεί. Η μη αναμενόμενη ανατροπή ήρθε τελικά μερικές ημέρες αργότερα από την Δικτατορία των Συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου.
Περισσότερο από μια δεκαετία μακριά από τον Εμφύλιο, η αέναη κόντρα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς παρουσίαζε σημαντική όξυνση στο πολιτικό σκηνικό και η κυβέρνηση Κανελλόπουλου και βασιλιά “φύλαγε τα νώτα της” με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο και φυσικά έντονη παρουσία της αστυνομίας. (όποιος θέλει να βγάλει περισσότερη άκρη με όλο αυτό το σύμπλεγμα, καλό είναι γενικά να διαβάσει το αντίστοιχο κεφάλαιο της ιστορίας).
Σύμφωνα λοιπόν με την σύνοψη των πηγών, όταν οι Rolling Stones έπαιξαν το κομμάτι “(I can’t get no) Satisfaction” ένας απεσταλμένος του δήμου έδωσε στον Mick Jagger δύο μπουκέτα με γαρύφαλλα, ένα με κόκκινα και ένα με λευκά. Ο τραγουδιστής πήρε πρώτα τυχαία τα κόκκινα λουλούδια και, καθώς ο ίδιος ήταν μακριά από την εξέδρα, τα έδωσε στον μάνατζερ για να τα πετάξει στο κοινό. Από ‘κει και μετά επικράτησε ένας χαμός.
Κάποιοι (πιθανόν 6) αστυνομικοί φαίνεται πως ερμήνευσαν το πέταγμα των κόκκινων γαρύφαλλων (που τότε ήταν συμβολικά συνδεδεμένα με την αριστερά και τώρα με τα μπουζούκια) ως πολιτική κίνηση και επιτέθηκαν στον μάνατζερ για να τον σταματήσουν. Λέγεται πως έπεσε και λίγο ξύλο, τόσο μεταξύ της μπάντας και των αστυνομικών, όσο και μεταξύ αστυνομίας και θεατών που άρχισαν να συμμετέχουν στον καβγά.
Μετά από λίγο οι Rolling Stones ανέβηκαν ξανά στη σκηνή, (κατά τις μαρτυρίες μερικών, ολοκλήρωσαν το “Satisfaction”, που είχαν αφήσει στη μέση), μάζεψαν τον εξοπλισμό τους και αποχώρησαν. Με διαταγή της αστυνομίας, οι υπεύθυνοι έσβησαν τα φώτα στο γήπεδο τερματίζοντας τη συναυλιακή βραδιά και άρχισαν να διώχνουν τον κόσμο. Στο κοινό επικράτησαν φωνές, διαμαρτυρίες και κατά περίπτωση βίαιες διαμάχες με τους αστυνομικούς, ώσπου τελικά το γήπεδο άδειασε.
Το πραγματικό “πανηγύρι” όμως φαίνεται πως άρχισε μερικά χρόνια αργότερα, όταν διάφοροι από τους αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τις αναμνήσεις τους από το γεγονός σε συνεντεύξεις και άρθρα σε διάφορα μέσα ενημέρωσης.
Άλλοι λένε πως ο Jagger πήγε να δώσει ο ίδιος τα λουλούδια στο κοινό (που σημαίνει ότι θα έπρεπε να κινηθεί ως την εξέδρα) και άλλοι ότι τα έδωσε στον μάνατζερ ή κάποιον άλλο, γιατί ο ίδιος ήταν μακριά από τους θεατές. Σε άλλη εκδοχή αναφέρεται ότι κάποιοι ενθουσιασμένοι θεατές προσπάθησαν να πλησιάσουν τη σκηνή.
Άλλοι θυμούνται γαρύφαλλα, άλλοι τριαντάφυλλα. Άλλοι θυμούνται ότι κάποιος από την διοργάνωση έφερε τα λουλούδια στο συγκρότημα, άλλοι ότι του τα έδωσε θεατής και άλλοι ότι ήταν έμπνευση του τραγουδιστή να τα πετάξει (που σημαίνει ότι κάπως τα είχε ήδη στη σκηνή;). Μαρτυρίες διαφωνούν και σχετικά με το αν τα (μάλλον) μπουκέτα ήταν ένα ή δύο.
Κάποιοι θυμούνται ότι οι Stones έριξαν ξύλο στους αστυνομικούς (που δεν είναι πιθανό να συμβεί σε καμία συναυλία για ευνόητους λόγους), άλλοι ότι οι αστυνομικοί έπεσαν πάνω στον τραγουδιστή και άλλοι ότι χτύπησαν άσχημα τον μάνατζερ (που επίσης είναι αμφιλεγόμενο).
Άλλοι θυμούνται ότι όλο αυτό έγινε πριν παιχτεί το κομμάτι “Satisfaction”, άλλοι ότι έγινε κατά τη διάρκειά του και συνεχίστηκε μετά και άλλοι ότι έγινε αφού τελείωσε. Ορισμένοι μάλιστα αναφέρουν ότι οι αστυνομικοί αντί για “Satisfaction” άκουσαν “θα σας σφάξω” και γι’ αυτό επιτέθηκαν (με άλλα λόγια δηλαδή ότι κανείς τους δεν ήξερε το ήδη διάσημο τραγούδι και κανείς τους δεν ήξερε αγγλικά γενικά!).
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι και τότε, όπως επίσης και σε όλη την προηγούμενη διάρκεια της συναυλίας, οι αστυνομικοί χτυπούσαν οποιονδήποτε από το κοινό πήγαινε να σηκωθεί ή να χορέψει ή να ζητοκραυγάσει. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι αν ήταν αλήθεια ένα τέτοιο σκηνικό, αυτή η συναυλία -και κάθε άλλη- δεν θα είχε διοργανωθεί εξαρχής.
Επιπλέον, οι φωτογραφίες που τραβήχθηκαν τότε, δείχνουν τυπικά στιγμιότυπα συναυλίας με ανθρώπους να στέκονται όρθιοι και να χορεύουν ή να φωνάζουν/τραγουδούν και τους αστυνομικούς απλά να κάθονται κάπου τριγύρω. Σίγουρα καμία αστυνομία δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να ρίχνει ξύλο σε όποιον χορεύει ή σηκώνεται να ζητοκραυγάσει σε μια ροκ συναυλία, σαν να περίμενε να συμπεριφέρονται ως θεατές όπερας.
Η εφημερίδα Μακεδονία στις 18 Απριλίου 1967 έγραψε ότι η αστυνόμευση ήταν αρκετή, γιατί σε προηγούμενες συναυλίες του συγκροτήματος στην Ευρώπη είχαν υπάρξει συμπλοκές “μεταξύ των έξαλλων νεαρών θαυμαστών” και ότι το πρόγραμμα “διήρκησε περισσότερο από τρεις ώρες” (σε αντίθεση με άλλους που αναφέρουν ότι κράτησε πολύ λιγότερο, ως και μόλις μισή ώρα). Όσο για την φασαρία αναφέρει ότι κάποιοι “ευάριθμοι νεαροί” επιχείρησαν να εισβάλλουν στο γήπεδο για να πλησιάσουν το συγκρότημα και τότε “παρενέβη η αστυνομία και τους διέλυσε”.
Το κερασάκι στην τούρτα όλης αυτής της παραπληροφόρησης είναι στις μαρτυρίες κάποιων από τους παρευρισκόμενους, που θυμούνται διαφορετικούς καλλιτέχνες να ανοίγουν τη συναυλία. Ο Δάκης, που τραγούδησε μάλιστα στη συναυλία, θυμάται ότι ήταν στην σκηνή μαζί με τον Ρόμπερτ Ουίλιαμς, που τότε δεν είχε καν γίνει ακόμα γνωστός (Κυριακάτικη, 6/9/1998).
Τέλος, ο Mick Jagger σε συνέντευξή του στο περιοδικό Έψιλον τον Ιανουάριο του 1993 ανέφερε ότι “όταν προσπάθησε να δώσει στον κόσμο μια ανθοδέσμη και κάποιοι έτρεξαν να την παραλάβουν, οι αστυνομικοί το παρεξήγησαν και άρχισαν να τους χτυπάνε.” Ο Jagger είπε επίσης ότι η συναυλία ήταν “λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών”, κάτι που αμφισβητήθηκε από πολλούς ότι ήταν ανάμνηση του ίδιου ή κάτι που μάλλον ο δημοσιογράφος τον έβαλε να πει, αφού και σαν γεγονός συνέβη μετά την εν λόγω συναυλία.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο καθένας θυμάται ό,τι θέλει και ερμηνεύει τα γεγονότα ανάλογα με τις προσωπικές του τάσεις και πεποιθήσεις.
Είναι βέβαια κατανοητό ότι μετά από 20, 30 και 50 χρόνια είναι λίγο δύσκολο για τον καθένα να θυμάται με κάθε λεπτομέρεια ένα γεγονός ή να το ανακαλέσει στη μνήμη του χωρίς υποκειμενικά κριτήρια. Και είναι και αναμενόμενο μέσα σ’ αυτά τα χρόνια (και με την συμβολή πλέον του διαδικτύου) αλήθειες να έχουν αναμειχθεί με ψέματα και να έχουν γίνει φήμες και “θρύλοι”.
Γι’ αυτό τον λόγο θα συμφωνήσω με όσους έχουν ήδη τοποθετηθεί δικαίως ότι αυτό το θέμα πρέπει απλά να κλείσει χωρίς άλλο ψαχούλεμα του τι έγινε και πως. Ναι, έγιναν επεισόδια με έντονη παρέμβαση της αστυνομίας και η συναυλία διακόπηκε άδοξα πριν τελειώσει. Ναι, ήταν βλακεία που όλο αυτό έγινε για μικροαστικούς πολιτικο-κομματικούς λόγους και στα πλαίσια της γραφικής χρόνιας διαμάχης δεξιάς και αριστεράς.
Και είναι ακόμα χειρότερη και πλέον απαράδεκτη βλακεία, που τόσα χρόνια η Ελλάδα μαστίζεται από ανάλογα κατεστημένα κομματικοποίησης σε “αριστερά” και “δεξιά” πολιτεύματα, που υπονομεύουν εγκληματικά ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.
Ο μόνος που σίγουρα πάντως δεν φταίει είναι η μουσική.